Ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί αυτής της εμπνευσμένης πρωτοβουλίας, να ιδρυθεί στην πόλη μας Σύνδεσμος Φιλάθλων, με όλες τις νόμιμες διατυπώσεις και διαδικασίες, υπήρξαν οι φίλαθλοι-οπαδοί του Α.Ο. ‘Χαλκίς’ και ένθερμοι υποστηρικτές της ομάδας, Βαγγέλης Λεοντής, Βαγγέλης Μουρτοπάλλας, Γιώργος Τικταπανίδης και Νίκος Φλώκος.
‘Ευάγγελοι’ μιας νέας εποχής που μόλις άρχιζε. Είχαν προηγηθεί ήδη πολλά ‘άσχημα’ για την συνοχή, αποδοχή και αξιοπρέπεια του συλλόγου γεγονότα, τις λεπτομέρειες των οποίων αποδίδουμε σε προηγούμενες θεματικές ενότητες και ήταν πλέον πρωταρχική ανάγκη για τη φυσική και ηθική ανόρθωση του συλλόγου, η ίδρυση ενός ‘Συνδέσμου’ που θα έδινε ρυθμό, νεύρο και όραμα στο φίλαθλο κόσμο, που θα αγκάλιαζε αυτή την πρωτοβουλία και ιδιαίτερη θέρμη και ενθουσιασμό απ’ την πρώτη στιγμή.
Χρονολογία επικύρωσης της ιδρυτικής πράξης το 1978, όμως η λειτουργία και η ανάμειξη στα ποδοσφαιρικά ζητήματα του συλλόγου γίνεται αισθητή και εμφανής λίγο μετά το ’80.
Ένας ‘Σύνδεσμος’ που ξεκίνησε δυναμικά, απ’ τις πρώτες μέρες της ίδρυσης του. Προσπάθησε και τα κατάφερε να διαδραματίσει ρόλο σημαντικό σε πολλές κρίσιμες καμπές για τον σύλλογο του Α.Ο. ‘Χαλκίς’. Πέρα από πρακτικά ζητήματα, που είχαν κυρίως επικουρικό χαρακτήρα, αναφορικά με συνδρομές, εράνους και άλλα συναφή οικονομικά ζητήματα ο Σ.Φ.Α.Ο.Χ. λειτουργούσε για όλη σχεδόν τη δεκαετία του ’80 συσπειρωτικά για τον φίλαθλο κόσμο της Χαλκίδας, αλλά υπήρξε και ‘ασπίδα σωτηρίας’ για διοικήσεις και κυρίως για την προστασία της ηθικής υπόστασης των ποδοσφαιριστών. Στην ουσία ένας μηχανισμός ανάρτησης-απορρόφησης των ‘κραδασμών’ που συχνά-πυκνά ταλαιπωρούσαν το ποδοσφαιρικό τμήμα.
Πρόσφερε λοιπόν πολύτιμες υπηρεσίες στον σύλλογο, ο ρόλος του αναγνωρίσθηκε απ’ τις κατά καιρούς διοικήσεις του συλλόγου και πολλά απ’ τα μέλη του αργότερα μετεπήδησαν στην διοίκηση και πρόσφεραν μέσα από διάφορα πόστα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που εναντιώθηκαν, σε βλαπτικές κατά τη γνώμη των μελών του ενέργειες, των διαφόρων διοικήσεων, παίρνοντας θέση και διατυπώνοντας απόψεις σε πολλές Γενικές Συνελεύσεις.
Το έργο του σημαντικό και αναγνωρισμένο απ’ το φίλαθλο κοινό της πόλης και απ’ τα μέλη των κατά καιρούς διοικήσεων, που εργάσθηκαν με πνεύμα συναντίληψης, ανυστερόβουλα και ανιδιοτελώς για την πρόοδο και ανάπτυξη του αθλήματος, μέσα απ’ τις τάξεις του Α.Ο. ‘Χαλκίς’ και που δυστυχώς, δεν ευτύχησαν να δουν την αγαπημένη τους ομάδα να μεγαλουργεί στις μέρες μας.
Περί τα μέσα της δεκαετίας ο Σύνδεσμος διοικείται απ’ την ομάδα Ταξιάρχη Αλιμπινίση και με την ισχυρή παρουσία του Γιώργου Κυριάκη και του Αλέκου Τσάκου και όλοι μαζί θα οδηγήσουν τις διοικητικές εξελίξεις στο σύλλογο στην μετά ‘Αλεξάνδρου’ εποχή (’88).
Με την ευγενική παραχώρηση του Βαγγέλη Μουρτοπάλλα, δημοσιεύουμε ή μάλλον αναπαράγουμε με τη βοήθεια της τεχνολογίας ένα δείγμα ‘ανακοινώσεων’ των πρώτων χρόνων λειτουργίας του Σ.Φ.Α.Ο.Χ. ‘Πύρινος’ όμως ο λόγος των πρωταγωνιστών αυτής της κίνησης, που δείχνει να επαγρυπνεί σε κάθε τι που κατά τη γνώμη αυτών των ανθρώπων, απαλλαγμένων από κίνητρα, ελατήρια και σκοπιμότητες, ζημιώνει την εικόνα και αναστέλλει την πρόοδο του συλλόγου.
Ο Βαγγέλης Μουρτοπάλλας στη Γενική Συνέλευση της 17ης Δεκεμβρίου 1980 στο ξενοδοχείο ‘ΛΟΥΣΥ’ σε ομιλία του, που καταγράφεται σε τρεις-τέσσερις σελίδες, αναφέρεται στα προσδόκιμα για τον φίλαθλο κόσμο που δεν ευοδώθηκαν και κάνει μια αναδρομή των γεγονότων, σε μια όχι ιδιαίτερα κολακευτική κατάσταση για το παρόν και το μέλλον του συλλόγου:
- Διαπιστώνει τον αρνητισμό μεγάλης μερίδας εξωδιοικητικών παραγόντων που δεν συνέβαλαν με την παρουσία τους σε μια εμπροσθοδρομική πορεία του συλλόγου.
- Επαινεί τη στάση του Θέμη Χαλικιά, αναγνωρίζοντας ότι κατόπιν ενεργειών του, η ΠΕΙΡΑΪΚΗ-ΠΑΤΡΑΪΚΗ και τα ΤΣΙΜΕΝΤΑ ΧΑΛΚΙΔΑΣ συνέβαλαν οικονομικά ενώ ο ίδιος ήταν στο πλευρό της Διοίκησης, συνεισφέροντας ποικιλοτρόπως με την εμπειρία και τις γνώσεις τους.
Το ενδιαφέρον όμως αυτής της ομιλίας επικεντρώνεται ‘αντισφαιρίζοντας’ με την κατάθεση οκτώ (8) ερωτημάτων, προς τον πρώην πρόεδρο Τάσο Καμπούρη, αποκαλυπτικά της πολύτροπης παρουσίας του, στα ποδοσφαιρικά ζητήματα του συλλόγου:
- Ποιος επέβαλε την παραίτηση της περσινής διοίκησης υπό τον κ. Γκάβαλη, απειλώντας τα μέλη της ‘ότι θα τα στείλει στον Εισαγγελέα’;.
- Προς τι η συστηματική αποφυγή σύγκλισης της Γενικής Συνέλευσης, παρ’ ότι του είχε ζητηθεί απ’ το Δ.Σ. και όντας Πρόεδρος της επιτροπής που είχε εκλέξει η Γενική Συνέλευση;
- Γιατί επιχειρεί τη διάλυση του Συνδέσμου Φιλάθλων του Α.Ο. ‘Χαλκίς; Αποβλέπει προφανώς σε μια διοικητική μοναρχία για το ανεξέλεγκτο της υπόθεσης;
- Γιατί πολιτικοποίησε τις αρχαιρεσίες της 10ης Ιουλίου 1980;
- Με ποιο δικαίωμα και ποια λογική παρενέβη στο έργο του προπονητή Κώστα Τσάκου πέρσι και Θόδωρου Κουμπιά φέτος, θέλοντας να έχει γνώμη και άποψη στη συγκρότηση της εκάστοτε ενδεκάδος..;
- Που αποσκοπεί η κατά τον χειρότερο τρόπο κριτική του, έναντι των αποφάσεων του Δ.Σ., αυτός ένας παράγοντας με πολυετή πείρα, που και ο ίδιος έχει δοκιμασθεί από ανάλογες συμπεριφορές ως διοικητικός παράγων;
- Γιατί όταν ένας προπονητής δεν ενδίδει στις πιέσεις του αμέσως, κρίνεται απ’ τον ίδιο αποτυχημένος και φυσικά απολυτέος απ’ τον σύλλογο;
- Γιατί τέλος πάντων ο κ. Καμπούρης δεν εγκαταλείπει την τακτική του ‘διαίρει και βασίλευε’;
Στην ομιλία του ο πρόεδρος τότε του Σ.Φ.Α.Ο.Χ., καταλογίζει και επιμερίζει ποσοστό ευθυνών και στην παρούσα διοίκηση, στον προπονητή και τους ‘εξωδιοικητικούς’ καθώς και τους ποδοσφαιριστές, στους οποίους όπως τόνισε ‘δεν έλειψε τίποτα… όμως οι ίδιοι πρόσφεραν την αγωνιστική ανυπαρξία τους σε επίπεδο ομάδος…’.
Τέλος απαίτησε την τροποποίηση του καταστατικού απ’ την απερχόμενη διοίκηση, την παρουσία στο εκάστοτε συμβούλιο, δυο μελών του Δ.Σ. του ‘Συνδέσμου Φιλάθλων’. Δεν έχουμε την ‘ομοβροντία των απαντήσεων’ του Τάσου Καμπούρη, που σίγουρα γνωρίζοντας το επίπεδο αυτοπεποίθησης, το κύρος και το φλογερό ταπεραμέντο του διοικητικού παράγοντα και έξοχου ρήτορα, θα είχε πολύ ενδιαφέρον να καταγράψουμε. Θα ήταν άλλωστε αυτοδίκαιη η απαίτηση και του ίδιου και του περιβάλλοντος του, να δώσει απαντήσεις σε όσους τον φέρνουν στο ‘επίκεντρο’ μιας αντιδραστικής συμπεριφοράς στο ‘ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι’ εκείνης της εποχής, δίνοντας το μέτρο σύγκρισης και εκτίμησης για τον μελλοντικό ερευνητή ή και απλό αναγνώστη αυτού του βιβλίου.