O Μοασίρ Μπαρμπόσα, τερματοφύλακας της εθνικής Βραζιλίας στο «Μαρακανάσο», έγινε η πιο μισητή φιγούρα στη χώρα για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ και καταδικάστηκε για την υπόλοιπη ζωή του.
Ήταν αναμφίβολα ο καλύτερος τερματοφύλακας των ημερών του. Επαναστατικός για την εποχή, σαν χορευτής, δεν έμενε ήσυχος κάτω από τα γκολπόστ, ήταν τρομερός στις εξόδους αλλά και με την μπάλα στα πόδια. Ο Μοασίρ Μπαρμπόσα Νασιμέντο ήταν συνώνυμος με την ασφάλεια στο τέρμα. Με τον τρόπο παιχνιδιού του, έλυνε τα πόδια των συμπαικτών του στην Βάσκο και η ομάδα έπαιζε με άλλον αέρα.
Δύο χρόνια μετά την κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα το 1948 η Βραζιλία διοργάνωσε το Μουντιάλ. Ο κόσμος διψούσε για διάκριση και η «Σελεσάο» με τον Μπαρμπόσα ως πρώτο τερματοφύλακα έφτασε εύκολα στον τελικό με αντίπαλο την Ουρουγουάη. Για τους ντόπιους, πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι, η Βραζιλία ήταν ήδη παγκόσμια πρωταθλήτρια. Το άρμα που θα μετέφερε την βραζιλιάνικη αποστολή μετά τον αγώνα ήταν έτοιμο, το καρναβάλι είχε αρχίσει και η φρενίτιδα είχε κατακλύσει το Ρίο.
Στο νεόκτιστο τότε «Μαρακανά» ο Αλθίδες Γκίγια είχε διαφορετική άποψη, κι έκανε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ένα γήπεδο 200.000 θεατών, μαυσωλείο. Την στιγμή που η μπάλα βρέθηκε στα δίχτυα, ο ήρωας της νίκης που σίγουρα θα κατακτούσαν οι Βραζιλιάνοι, ένιωσε τον κόσμο του να καταρρέει. «Όταν κατάλαβα ότι η μπάλα βρισκόταν στην εστία, παρέλυσε το σώμα μου. Ένιωσα κάτι τρομακτικό… 200.000 ζευγάρια μάτια στο γήπεδο με ήθελαν νεκρό».
Το τελευταίο σφύριγμα του Τζορτζ Ρίντερ αποτέλεσε το προοίμιο της τραγωδίας. Πολλοί οπαδοί σε απόγνωση έβαλαν τέλος στη ζωή τους πηδώντας από τις κερκίδες του «Μαρακανά». Άλλοι διέπραξαν αυτοχειρία λίγο αργότερα αλλά και τις ακόλουθες ημέρες. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν έγινε ποτέ γνωστός επίσημα.
Εκείνο το βράδυ, ένα μαύρο πέπλο πένθους τύλιξε το Ρίο. Ο Μπαρμπόσα ήταν πλέον ο «μαύρος κύκνος» της Βραζιλίας και δεν θα έβρισκε ποτέ συγχώρεση, μόνο μίσος και χλεύη. «Στην Βραζιλία η μεγαλύτερη ποινή για ανθρωποκτονία είναι 30 χρόνια φυλακή. Πέρασαν 50 χρόνια και εμένα ακόμα με τιμωρούν για ένα έγκλημα που δεν έκανα ποτέ!».
Ο Νέλσον Ροντρίγκεζ, Βραζιλιάνος δημοσιογράφος, είπε για τον τελικό: «Παντού στο κόσμο έχουν αμετάκλητες εθνικές καταστροφές, όπως στην Χιροσίμα. Η δική μας Χιροσίμα, ήταν η ήττα από την Ουρουγουάη». Ο πρωταγωνιστής του τελικού, Γκίγια, σε συνέντευξή του υπερασπίστηκε τον Μπαρμπόσα: «Δεν ήταν δικό του το λάθος. Σκέφτηκε ότι θα έκανα ό,τι και στο πρώτο γκολ γι’ αυτό βγήκε από την εστία του».
Δεν συγχωρέθηκε, δεν ξέφυγε ποτέ από τον εφιάλτη που τον κυνηγούσε. Μέχρι και στο μακρινό 1994, όταν και θέλησε να δει τους παίκτες της «Σελεσάο» στην προετοιμασία για το Μουντιάλ των ΗΠΑ, δεν του επέτρεψαν να τους επισκεφτεί. Ο δύσμοιρος γεράκος δεν είχε θέση κοντά στην ομάδα.
Στις 7 Απριλίου του 2000, στα 79 του, αποχαιρέτησε για τελευταία φορά όσους φίλους του είχαν μείνει από εκείνη την δυσοίωνη μέρα στο «Μαρακανά» και σίγησε… Όπως ακριβώς χάθηκε και η βοή του γηπέδου στο γκολ της Ουρουγουάης.
Η «χορεύτρια του αιώνα», Μάρθα Γκράχαμ, είπε κάποτε: «Ένας χορευτής πεθαίνει δύο φορές. Η πρώτη φορά είναι όταν σταματήσει να χορεύει. Αυτός ο πρώτος θάνατος είναι ο πιο οδυνηρός». Έτσι πέθανε και ο «μαύρος κύκνος», ο πρώτος του θάνατος ήρθε στο «Μαρακανά» και ήταν ο πιο οδυνηρός. Ένα ολιγοπίθανο γεγονός ανέτρεψε δραματικά την ζωή του και τον έκανε να αισθανθεί το μίσος ενός έθνους. Ύστερα, ήρθε ο δεύτερος θάνατος για να τον απαλλάξει από την μοναξιά και την αδικία.
Πηγή: theartoffootball.gr